παχύσκιος

παχύσκιος
-α, -ο
αυτός που έχει πυκνή σκιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ-* + σκιος (< σκιά), πρβλ. βαθύ-σκιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παχύσκιος, -ια, -ιο — αυτός που έχει πυκνή σκιά, σκιερός: Παχύσκιο δάσος, δέντρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παχυ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. παχύς και προσδίδει στο β συνθετικό τις σημ: α) «παχύς, χοντρός, εξογκωμένος, πηχτός» (πρβλ. παχύ αιμος, παχύδερμος, παχύ ρρευστος, παχύ σαρκος, παχύ σωμος) β)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”